μαντιλούσα

μαντιλούσα
η
1. γυναίκα που φορά στο κεφάλι μαντίλι
2. επίθετο τής Παναγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + κατάλ. -ούσα (πρβλ. ξανθομαλλ-ούσα, σαρανταποδαρούσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαυρομαντιλού — και μαυρομαντιλούσα, η γυναίκα που φοράει στο κεφάλι της μαύρο μαντίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + μαντιλού και μαντιλούσα (< μαντίλι + κατάλ. ού και ούσα), πρβλ. ξανθομαλλ ού και ξανθομαλλ ούσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”